- εντροπαλότητα
- [-ης (-ητος)] η стыдливость, робость, застенчивость; смущение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντροπαλότητα — η η ιδιότητα τού εντροπαλού*, η αιδημοσύνη … Dictionary of Greek